ψυχοπονώ

ψυχοπονώ
ψυχοπονώ και ψυχοπονάω ψυχοπόνεσα, συμπονώ, συμμερίζομαι τον πόνο κάποιου, ευσπλαχνίζομαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ψυχοπονώ — ψυχοπονῶ, έω, ΝΜ, και ψυχοπονάω, μέσ. και ψυχοπονιέμαι, Ν (ενεργ. και μέσ.) συμμερίζομαι τον πόνο κάποιου, τόν συμπονώ μσν. αισθάνομαι ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + πονῶ (< πόνος < πόνος)] …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”